Στη χώρα πνέει ο αέρας μιας νέας διακυβέρνησης. Οι πολίτες, στην καταγεγραμμένη πια πλειονότητά τους, εξοστράκισαν τις μνημονιακές πολιτικές της εξαθλίωσης, αξιώνοντας την ανάκτηση, όχι απλώς της αυτοπεποίθησης, αλλά αυτής ακόμη της αξιοπρέπειάς τους.
Στο δίλημμα φόβος – ελπίδα, στο κύριο δίπολο που διαγκωνίστηκε σε αυτή την αναμέτρηση, η απάντηση «μύριζε» καιρό τώρα και τελικά ήταν ηχηρή: «Φτάνει πια!». Ο καταπιεσμένος, κατασυκοφαντημένος ελληνικός λαός έθεσε στην απομαχία το δήθεν θέσφατο της έξωθεν επιβεβλημένης λιτότητας, όρθωσε -επιτέλους!- ανάστημα στα πεσιμιστικά επιχειρήματα της πολιτικής και μιντιακής ονοματοκρατίας.
Μετά από πέντε χρόνια αιματηρών θυσιών, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ελπίζουν. Να ελπίζουν, όχι να φοβούνται. Ή τουλάχιστον η αισιοδοξία να εξουδετερώνει σε έναν βαθμό την ανασφάλειά τους.
Ευρώπη
Αυτά σε ψυχολογικό επίπεδο. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ όμως, για να έχει αντίκρυσμα, οφείλει να μετασχηματίσει την προσμονή σε βιωμένη πραγματικότητα. Τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα. Εάν η μεταστροφή στην Ελλάδα επιτεύχθηκε μετά κόπων και βασάνων, η αναμέτρηση στην Ευρώπη θα είναι πολύ σκληρότερη. Τώρα είναι που θα κριθούν στην πράξη οι διακηρύξεις περί προβολής αξιώσεων απέναντι στη γερμανοκρατούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ρομαντικές αξιώσεις (δίκαιες ασφαλώς) ενάντια στην πανίσχυρη καθεστηκυία ευρωπαϊκή ελίτ. Με άλλα λόγια, ο ανθρωπισμός της αριστεράς κόντρα στο ανέκφραστο πρόσωπο του ψυχρού καπιταλισμού. Σήμερα έγινε το πρώτο μιας σειράς βημάτων διεκδίκησης. Γι’ αυτό η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ σημαντική. Ίσως αποτελέσει τη θρυαλλίδα για μια ευρεία συμμαχία που θα καταφέρει να αλλάξει την Ευρώπη. Για το καλό (και) του χειμαζόμενου ελληνικού λαού, πρέπει να τα καταφέρει.
Οι ισχυροί της Γηραιάς Ηπείρου θα έχουν πράγματι τον τελευταίο λόγο. Πρωτίστως όμως θα έχουν την ευθύνη απόδοσης δικαιοσύνης. Εκείνοι είναι που με τις αποφάσεις τους θα κρατήσουν ή όχι ενωμένη την Ευρώπη. Το δίκαιο είναι με το μέρος των λαών του νότου. Μένει να αποδειχθεί εάν οι δομικές αντιφάσεις της ΕΕ θα υπερκεραστούν με πολιτική βούληση. Το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό.
Ελλάδα
Όμως ο αγώνας του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να είναι διμέτωπος. Η σύγκρουση δεν περιορίζεται μόνο εκτός των συνόρων. Η εντολή διακυβέρνησης που του δόθηκε αφορά κυρίως στον εσωτερικό πόλεμο ενάντια στην εκτεταμένη διαφθορά.
Εξάλλου, μάλλον εκεί πρέπει να αποδοθεί και η μετακίνηση μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος προς την αριστερά. Πολίτες που παραδοσιακά στήριζαν άλλες δυνάμεις συνειδητοποίησαν -με μεγάλο κόστος- τις ευθύνες των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων και αποφάσισαν να αναθέσουν το τιμόνι της χώρας σε μια παράταξη άφθαρτη. Η ηλικία του επικεφαλής της έχει κι αυτή τη σημειολογία της. Όσο κι αν οι πολιτικές υπερβαίνουν σαφώς τα πρόσωπα, είναι η πρώτη φορά που ένας άνθρωπος σαράντα ετών γίνεται πρωθυπουργός, όταν ο μέσος όρος από το 1974 είναι τα 64 χρόνια. Το μήνυμα που έστειλαν οι πολίτες δεν χρήζει περαιτέρω εξήγησης. Άλλωστε ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ο μόνος νέος αυτής της κυβέρνησης. Πλαισιώνεται από μια σειρά φρέσκων στελεχών, πάνω στα οποία ακόμη και συντηρητικοί ψηφοφόροι εναπέθεσαν την ελπίδα τους.
Ποια είναι ωστόσο η αναγκαία συνθήκη από δω και στο εξής; Εφόσον ο σχηματισμός κυβέρνησης επετεύχθη -μέσω συμμαχίας έστω- ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ηχηρή εντολή: «Αλλάξτε τα όλα!». Μα, μπορεί ένα κόμμα, όσο καλές προθέσεις κι αν έχει, να ξεριζώσει κακές νοοτροπίες χρόνων, αν όχι και αιώνων; Ενάντια στην παγκάλεια μετάθεση των ευθυνών στο λαό, η νέα κυβέρνηση οφείλει να προτάξει τη συμμετοχή του. Πρέπει με άλλα λόγια να του πει «βοηθήστε μας ώστε να αλλάξουν όλα». Εάν ο πολίτης δεν συμμετάσχει έμπρακτα με τη στάση του στην κάθαρση, και επαναπαυθεί στη λογική της ανάθεσης, θα ακυρώσει εν τοις πράγμασι το αίτημα για επιστροφή της αξιοπρέπειας σ’ αυτόν τον τόπο. Και τότε θα είναι πράγματι άξιος της μοίρας του.
Τόσο η μάχη στο εξωτερικό όσο και αυτή κόντρα στα ντόπια συμφέροντα και τον παλαιοκομματισμό θα κριθούν από αυτόν τον κρίσιμο παράγοντα. Εάν δεν πείσουμε τους εαυτούς μας ότι αλλάζουμε, πώς θα πείσουμε τους άλλους να το πράξουν; Όλα αυτά βέβαια με την προϋπόθεση ότι πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ θα τηρήσει στο ακέραιο τις δεσμεύσεις περί διαφάνειας. Γιατί και αυτός θα κριθεί –και μάλιστα αυστηρότερα από τους προηγούμενους. Στη μάχη κόντρα σε κάθε υπονόμευση, αυτό είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο: η διατήρηση του λεγόμενου «ηθικού πλεονεκτήματος». Εδώ είναι το στοίχημα.
Η συντακτική ομάδα