γράφει ο Νίκος Ευστρ. Μαραμπέας
Φθάσαμε στη χρονική συγκυρία που η χώρα μας μπαίνει ήδη σε εκλογικό κύκλο: Το Μάιο οι διπλές εκλογές, αυτοδιοικητικές και ευρωκοινοβουλευτικές, αλλά και πολύ μεγάλη πιθανότητα στις αρχές του χρόνου να ακολουθήσουν και κοινοβουλετικές, αν η βουλή δεν εκλέξει πρόεδρο της δήμοκρατίας. Η κάθε εκλογή έχει το δικό της περιεχόμενο, αυτό που προκύπτει από το σκοπό που προσδιορίζεται από τη νομοθετική θέσπισή της. Επειδή, όμως, οι πολίτες που ψηφίζουν έχουν πολιτικά υπόβαθρα στην αφετηρία της σκέψης τους, συσχετισμένα άμεσα με τις ανάγκες της καθημερινότητάς τους, όλες οι εκλογές συνδέονται με αυτά τα υπόβαθρα. Ένα από τα σημαντικότερα αποτελεί η γενικευμένη αντίληψη ότι το φορολογικό σύστημα είναι άνισο, με ευνοούμενους και επιβαρυνόμενους. Η αντίληψη αυτή δεν προέκυψε κατά την τελευταία πενταετία της οικονομικής κρίσης. Ήταν διαμορφωμένη και κατά τις προηγούμενες περιόδους, αλλά εκτονωνόταν λόγω του ότι οι φορολογικές επιβαρύνσεις βρίσκονταν σε χαμηλό ποσοστό του οικογενειακού εισοδήματος, που και αυτό ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από το τωρινό. Άλλωστε, για την αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος χρησιμοποιείτο και ο δανεισμός για την κάλυψη των ελλειμμάτων του δημοσίου.
Οι συνετοί πολίτες παρκολουθούν τις προσπάθειες που καταβάλλονται από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. Κατανοούν τις δυσκολίες αυτών των προσπαθειών και σε μεγάλο βαθμό, σιωπηρά οι περισσότεροι, υπομένουν τις οικονομικές επιβαρύνσεις που τους κατανέμονται. Εκείνο που δημιουργεί ιδιαίτερη ενόχληση είναι τα περιορισμένα αποτελέσματα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Οι ανακοινώσεις για περιπτώσεις σύλληψης της φοροδιαφυγής δημιουργούν βέβαια κάποια ικανοποίηση, αλλά στη συνέχεια προκύπτει προβληματισμός για την ύπαρξη ή όχι συγκροτημένου σχεδίου. Αυτές οι σκέψεις προκαλούνται για τον απλό λόγο ότι μόνο ένα οργανωμένο σχέδιο μπορεί να δώσει αποτελέσματα σε τέτοια έκταση, που θα οδηγήσει τελικά σε φορολογική ανακούφιση για τους πολλούς.
Πολλοί ήταν οι τρόποι υποβοήθησης ή, έστω, ανοχής της φοροδιαφυγής, όπως: η αποφυγή μηχανοργάνωης και στη συνέχεια διασύνδεσης των αρχείων σε ενιαίο σύστημα, οι νομοθετικές ρυθμίσεις με ασαφή χαρακτηριστικά, η ανυπαρξία ή, έστω περιορισμένου χαρακτήρα, ποινικοποίηση των παραβατών, καθώς και η διασύνδεση πολλών ισχυρών οικονομικώς επιχειρούντων με τις συνδικαλιστικές και παρακομματικές γραφειοκρατίες. Σε όλους αυτούς τους τομείς, είτε αυτοβούλως από την κυβέρνηση είτε κάτω από τις πιέσεις της τρόικα (ας μην ξεχνάμε ότι αυτοί εκπροσωπούν τους δανειστές μας, που θέλουν να εξασφαλίσουν τα χρήματα που μας δάνεισαν, καθώς και τις τοκοφόρες αποδόσεις τους), έχουν σημειωθεί σημαντικά βήματα. Απομένει, για να δημιουργηθεί συνειδητή υποστήριξη των πολιτών προς τους πολιτικούς που κυβερνούν τη χώρα, η εμφάνιση και η ανάλυση ολοκληρωμένου σχεδίου πάταξης της φοροδιαφυγής, με ποσοτικούς και χρονικούς προσδιορισμούς υλοποίησής του.
Το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο που λανσάρεται σε έκταση, καθώς έχει σχεδόν αρχίσει η προεκλογική περίοδος, απευθύνεται σε εκείνους που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κάνουν συλλογισμούς στη συνέχεια. Τι θα πει κατάργηση του μνημονίου και πώς μπορεί να γίνει; Κατάργηση θα πει να μην καταβάλλομε τις δόσεις αποπληρωμής των δανείων; Και αν γίνει αυτό, αυτοί που μας δάνεισαν -και κατέχουν ιδιαίτερα σημαντική ισχύ- θα το ανεχθούν, ή θα αντιδράσουν δημιουργώντας γενικευμένες περιπλοκές; Πώς συμπεριφέρεται εκείνος ο ιδιώτης που δανείστηκε από κάποιον και του χρωστάει; Του λέει “δεν αποπληρώνω το χρέος μου” ή προσπαθεί να φανεί συνεπής στους όρους του δανεισμού του;
Θεωρώ ότι, για τους πολίτες που είναι συνετοί και συνεπείς, η απάντηση αποτελεί μονόδρομο. Εκείνο που χρειάζεται είναι η ισοκατανομή των φορολογικών βαρών που προκαλεί ο υπερδανεισμός των προηγούμενων ετών, και μάλιστα ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα των πολιτών, και η διαμόρφωση ουσιαστικότερης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος για την αποφυγή επανάληψης του κακέκτυπου πρότυπου διακυβέρνησης της προηγούμενης τριακονταετίας. Το πολιτικό διακύβευμα των εκλογών για τους συνετούς και συνεπείς πολίτες, που κατά τεκμήριο αποτελούν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, κρίνεται από την ικανοποίηση αυτών των προϋποθέσεων. Το κριτήριο της πολιτικής απόφασης θα στηρίζεται ασφαλώς είτε στα πεπραγμένα για εκείνους που ασκούν εξουσία, είτε σε συνεκτικά και εφαρμόσιμα προγράμματα για εκείνους που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών για να αναλάβουν τη διοίκηση των δημοσίων υποθέσεων.
____________________________________________
(Αναδημοσίευση από το φύλλο Απριλίου της εφημερίδας “Μανιάτικη Αλληλεγγύη”)