“Οι ρίζες του καρναβαλιού στο αρχαίο Γύθειο”

satyroi

satyroi

γράφει ο Δημήτριος Ροζάκης, ιστορικός τέχνης – μουσειοπαιδαγωγός

________________________________________________________________________________

Τα Διονύσια ήταν ετήσια γιορτή της αναγέννησης της φύσης και γιορτή των νεκρών προς τιμήν του Διονύσου και του Xθόνιου Απόλλωνα. Γίνονταν στο Γύθειο κατά τον μήνα Aνθεστηριώνα (τέλος Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου) επί τρεις ημέρες.

Ονομάζονταν και Ανθεστήρια, από το ρήμα «αναθέσσασθαι», που σημαίνει την ανάκληση των ψυχών (όμως η συγκοπή της πρόθεσης ανά δεν είναι χαρακτήρας της ιωνικής διαλέκτου), και σχετίζουν την ετυμολογία με την τρίτη ημέρα της γιορτής, που ήταν αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών.

Συνοπτικά καi με βάση τα δρώμενα των Ανθεστηρίων της Αττικής, τα δρώμενα των Διονυσίων του Γυθείου ήταν τα εξής:

1η μέρα – Πιθοίγια

Επιδείκνυαν στο ιερό του Διονύσου στο Λαρύσσιο ώριμα τσαμπιά σταφύλι.

Άνοιγαν τους πίθους με το νέο κρασί.

Έκαναν σπονδές έξω από το κλειστό ιερό του θεού προς τιμήν του, ευχόμενοι να καταναλώσουν αίσια την καινούργια παραγωγή.

Δοκίμαζαν οι ίδιοι το κρασί και χόρευαν και τραγουδούσαν, ευχαριστώντας το Διόνυσο.

Την ημέρα εκείνη, καθώς και την επόμενη, οι γυθειάτες επέτρεπαν στους δούλους να πίνουν μαζί τους.

2η μέρα – Χόες

Γινόταν η πομπική είσοδος του Διονύσου στην πόλη πάνω σε καράβι με τροχούς, από το Λαρύσσιο μέχρι το ναό της Δήμητρας – Περσεφόνης.

Πάνω στο καράβι υπήρχαν μεταμφιεσμένοι ακόλουθοι του θεού Διονύσου. Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι ήταν οι σάτυροι και πείραζαν τον κόσμο με τις βωμολοχίες, δημιουργώντας κέφι, χαρά και κωμική διάθεση.

Οι μεταμφιεσμένοι σάτυροι φορούσαν προσωπείο (μάσκα). Οι μάσκες αυτές ήταν πήλινες και όμοιες μεταξύ τους.

Άλλοι σάτυροι φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (κατακάθι του κρασιού) και στεφανώνονταν με κισσό, το αειθαλές ιερό φυτό του Διονύσου.

Οι σάτυροι προσπαθούσαν να μοιάζουν με τράγους, και χαρακτηριστικό των τράγων είναι η μεγάλη ροπή προς τα αφροδίσια.

Οι σάτυροι χοροπηδούσαν γύρω από το τροχοφόρο καράβι του Διονύσου, χτυπώντας τη γη με τα πόδια τους (ίσως από εδώ βγήκε και η λέξη καρναβάλι, αφού καρναβαλλίζω σημαίνει βαλλισμός των κάρνων, δηλαδή πηδηχτός χορός των βοσκημάτων).

Γινόταν ο «ιερός γάμος» του θεού με τη σύζυγο του άρχοντος βασιλέως, την βασσίλινα, ο οποίος ήταν επικεφαλής του ιερατείου.

Γίνονταν αγώνες οινοποσίας.

Tο απόγευμα των Xοών συνηθίζονταν στους δρόμους «αι εκ των αμαξών λοιδορίαι», δηλαδή πειράγματα εναντίον διαβατών.

3η μέρα – Χύτροι

Μαγείρευαν τα πολυσπόρια (πανσπερμία, κόλλυβα), που τα αφιέρωναν στο χθόνιο Eρμή, τον ψυχοπομπό. Η παράδοση που εξηγεί την πανσπερμία είναι πως όσοι σώθηκαν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα μαγείρεψαν «χύτραν πανσπερμίας».

Την ημέρα των Χύτρων πίστευαν ότι οι ψυχές ξαναγύριζαν στον επάνω κόσμο και βρίσκονταν αόρατες ανάμεσα στους ζωντανούς.

Πίστευαν ακόμη πως ανάμεσα στις ψυχές υπήρχε και παρουσία πονηρών πνευμάτων που ανέβαιναν στη γη με το άνοιγμα του Άδη και μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές.

Έβαζαν γύρω από τα ιερά τους ένα κόκκινο νήμα, που λειτουργούσε αποτρεπτικά και εμπόδιζε τα πνεύματα να εισέλθουν.

Επίσης για να τα εμποδίσουν να μπουν στα σπίτια τους άλειφαν τις πόρτες με πίσσα και μασούσαν ράμφους.

Τα βλαβερά πνεύματα του κάτω κόσμου, που μαζί με τις ψυχές έμπαιναν στα σπίτια από το βράδυ των Xοών και έμεναν με τους ζωντανούς την ημέρα των Xύτρων, τις έδιωχναν την επόμενη ημέρα με τη γνωστή φράση «θύραζε κᾶρες, οὐκ ἔτ’ Ἀνθεστήρια», δηλαδή «φύγετε ψυχές των νεκρών, τα Aνθεστήρια τελείωσαν πια».

Τα Υδροφόρια ήταν μια γιορτή που γινόταν την τρίτη μέρα των Aνθεστηρίων σε ανάμνηση όσων πνίγηκαν κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Κατά τη γιορτή αυτή έριχναν άρτους από σιτάρι και μέλι σε ένα χάσμα που υπήρχε μέσα στο ναό του Χθόνιου Απόλλωνα, γιατί από το χάσμα εκείνο πίστευαν ότι η Γη είχε απορροφήσει τα νερά του κατακλυσμού.