Το πανηγύρι στου Κουρουνιού

γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος


Στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας, γιορτάζει το χωριό της μάνας μου, το Κουρουνιού, ένα μικρό χωριουδάκι της Αρκαδίας κοντά στην Καρύταινα, κρυμμένο μέσα σε μια λαγκαδιά του Λυκαίου. Για να πας εκεί περνάς τη Μεγαλόπολη, περνάς το και το σταυροδρόμι της Καρύταινας, συνεχίζεις προς Ανδρίτσαινα και λίγο μετά, αφού διαβείς το μεγάλο γεφύρι του Αλφειού, βρίσκεις, στα αριστερά του δρόμου, στη θέση Βάτος, ένα κουρουνέικο εικονοστάσι της Α. Βαρβάρας του 1937. Από εκεί αρχίζει ο φιδωτός ανηφορικός δρόμος που ανεβαίνει στο χωριό.

Στη δεκαετία του 1960 παραθερίζαμε οικογενειακά στο χωριό και το πανηγύρι της Παναγίας ήτανε το κέντρο της χρονιάτικης ζωής του χωριού.

Πρωί – πρωί, όλο το χωριό σκαρφάλωνε στη φαλακρή βραχωμένη κορφή που δεσπόζει πάνω απ’ το χωριό και που πάνω της είναι χτισμένο το εκκλησάκι της Ψηλής Παναγιάς (εκεί βαφτίστηκα στα 1956 και την κολυμπήθρα, όπως μου ‘λεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, την κουβαλήσανε με μουλάρι). Περνάγαμε τα “Ισώματα” βρίσκαμε τα χαραγμένα από τα περπατήματα χρόνων και χρόνων μονοπάτια και μέσα από πουρνάρια και σφεντάμια και κοτρόνες φτάναμε αποσταμένοι στην κορυφή.

Δεν μπορεί κανείς να περιγράψει τη θέα που απλώνεται στα μάτια σου όταν βρεθείς στην ψηλή Παναγιά του Κουρουνιού: Η Καρύταινα, η Δημητσάνα, το Μουλάτσι, ο κάμπος της Μεγαλόπολης, του Δραγουμάνου, οι κορφές του Λύκαιου, ο Αλφειός… πάνω ουρανός κάτω γης κι εσύ ανάμεσά τους, να σου χαϊδεύει το μέτωπο το δροσερό το αέρι και να νιώθεις πως αυτή είναι η ανάσα του Θεού και πως οι ψαλμουδιές και ο λιβανωτός δεν είναι παρά οι αίνοι και η δοξολογία από “χιλιάδες αρχαγέλλων καί μυριάδες αγγέλων, από τά Χερουβίμ καί Σεραφείμ, εξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά” προς τη Μεγάλη Μητέρα μας, την Παναγιά!

Σαν τέλειωνε η λειτουργία και παίρναμε τον Άρτο και το Αντίδωρο κατηφόριζε το γιορτινό λεφούσι προς το χωριό. Κάθε κουρουνέϊκο σπίτι ήτανε ένα μικρό πανηγύρι που στη μέση του βρισκότανε το αρνί ή το κατσίκι που είχε σφαχτεί ειδικά “για της Παναγίας”, το κρασί απ’ το βαρέλι του κατωγιού, το ζυμωτό ψωμί, το τσοπανοτύρι και – πάνω απ’ όλα – οι ανοιχτές καρδιές, οι γεμάτες αγκαλιές, το γέλιο και το τραγούδι και ο χορός!

Κι ύστερα, το απόγευμα, τα κελαηδίσματα του κλαρίνου απλώνονταν σ’ όλο το χωριό σαν πρόσκληση για τη μεγάλη γιορτινή σύναξη στο “Όχτο”.

Ο “Όχτος” δεν ήτανε παρά ένα αλώνι (το αλώνι του Σωτηρόπουλου) μέσα στο χωριό, πάνω σε μιαν “ακρούλα” που την έπιανε ο αέρας , στρωμένο με πέτρινες πλάκες και στη μέση του το “στιγερό”, το ξύλο – δηλαδή – απ’ το οποίο δένανε τ’ άλογα για ν’ αλωνίσουν. Εκεί, σ’ αυτό τ’ αλώνι , είχαν ορίσει ο “παλαιοί” να γίνεται το πανηγύρι του χωριού, ο χορός για τη γιορτή στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 του Αυγούστου.

Δεν είναι τυχαίο που η καρδιά και η σοφία των προγόνων είχε διαλέξει ένα αλώνι για το πανηγύρι. Εκεί, στο αλώνι , γινότανε η μεγάλη γιορτή του καλοκαιριού, το αλώνισμα, το λίχνισμα και το μάζεμα του ευλογημένου καρπού της γης, του σιταριού, που θα γινόταν αλεύρι και ψωμί, αφού, κατά πώς λέει η παροιμία: “Όλα είναι υφάδι της κοιλιάς , και το ψωμί στημόνι…”.

Ζωή, λοιπόν, ήτανε το αλώνι, πατρογονική εστία, κοιλιά μάνας που γεννά τη ζωή κι ΕΚΕΙ έπρεπε να γίνεται η λατρευτική, πανηγυρική σύναξη των Κουρουνέων, για να “αλωνίζονται”, να “λιχνίζονται” και να “γίνονται καρπός και ψωμί ζωής” οι άνθρωποι, ώστε να “τρώνε” για να ζούνε οι επόμενες γενιές. Για τούτο δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Ακρίτας ο Διγενής, ο Έλληνας, έδωσε τη μάχη του με τον Χάρο σε “Μαρμαρένιο Αλώνι”. Γιατί ήξερε πως ΜΟΝΟ εκεί θα μπορούσε να νικήσει το Χάρο, αφού πατώντας πάνω στο αιώνιο Αλώνι των προγόνων θα ’παιρνε Δύναμη, Ζωή κι Αθανασία, για να καταβάλει το μεγάλο Εχθρό του Ανθρώπου, τον Χάροντα.

Γέμιζαν, λοιπόν, τα βραχωμένα σοκάκια του Κουρουνιού με τους “στρατιώτες” της γιορτής που άκουγαν το κάλεσμα του κλαρίνου και πηγαίνανε να πιάσουνε θέση στις πολεμίστρες της χαράς. Εκεί, στη μέση του αλωνιού, στο στιγερό, είχανε ήδη πιάσει θέση τα “όργανα” και γύρω τους περίεργοι πιτσιρικάδες που με απορία στα μάτια κοιτάγανε να καταλάβουνε πώς και με ποια τέχνη βγάνανε τούτες τις υπέροχες μουσικές τα άψυχα τα όργανα όταν τα πιάνανε στα χέρια του οι οργανοπαίχτες. Το κλαρίνο ήτανε “αφεντικό” και το παραστέκανε (συνήθως) μια κιθάρα ή ένα λαούτο και το βιολί. Ούτε ενισχυτές, ούτε μεγάφωνα, ούτε μικρόφωνα, ούτε τίποτα! Μόνο η ψυχή, η ανάσα, το μεράκι και τα δάχτυλα των οργανοπαιχτών. Και πάντα μπροστά στα πόδια τους ένα κουτί για τη “χαρτούρα”, που πάει να πει πως κανένας δεν τους πλήρωνε να έρθουνε στο πανηγύρι παρά ο κάθε χορευτής που πήγαινε μπροστά ή κάποιος συγγενής του που τον καμάρωνε απ’ έξω απ’ το χορό ή κάποιος που απλά μερακλώθηκε ή κάποιος που έδινε παραγγελιά να παίξουνε ένα τραγούδι που του άρεσε, έριχνε μέσα στο κουτί ένα χαρτονόμισμα ή και μεταλλίκι αν δεν είχενε πολλά. Κι όσο ο σωρός μέσα στο κουτί αυγάτιζε, τόσο δύναμη παίρνανε οι οργανοπαίχτες κι ανεβάζανε το κέφι με τα τραγούδια τους και πυκνώνανε τις δίπλες του χορού. Πολλές φορές το χαρτονόμισμα κολλιόταν πάνω στο ιδρωμένο κούτελο του οργανοπαίχτη ή του τραγουδιστή ή χωνότανε σε κάποια σχισμή του οργάνου.

Στη μέση, λοιπόν, τα όργανα και γύρω – γύρω στο αλωνάκι, στον “Όχτο”, οι πανηγυριστές. Με τα καλά τους ντυμένοι, γελαστοί, με φωτεινά πρόσωπα, έτοιμοι να πιαστούνε στο χορό. Και κάποια στιγμή, όταν το κλαρίνο “έπιανε”, την “Ιτιά” ή τον “Ήλιο” ή το “Να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές”… σαν ν’ άκουγαν ένα σύνθημα ή ένα παράγγελμα, μ’ ένα πήδημα, καθώς τότε οι Σουλιώτισσες σαλτάρανε στο βράχο με το τραγούδι στα χείλη, μπαίνανε ΟΛΟΙ στο χορό.

Όχι μια – μια παρέα, όχι ένας – ένας χορευτής, όχι όποιος ΕΙΧΕ παράδες κι ασήμωνε τα όργανα! ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ! Και οι μεγάλοι με τ’ άσπρα μουστάκια και τα φρύδια και τις χαρακιές της ζωής στα πρόσωπα και οι άντρες οι δυνατοί με τ’ αναμμένα κάρβουνα στα μάτια και οι γερόντισσες οι σεμνές με τα γιορτινά τους τα κεφαλομάντιλα και οι νιες με τα ροδοκόκκινα μάγουλα και τις πλεξούδες και οι νέοι οι λεβέντες με το ασίκικο μουστάκι και τα άγουρα παιδιά και οι ντόπιοι και οι ξενιτεμένοι και οι ξωμάχοι και οι τσοπάνηδες και οι νοικοκυραίοι και οι φουκαράδες… όλοι μα όλοι στο χορό, πιασμένοι με τ’ άσπρα μαντίλια σε μιαν αλυσίδα που δεν είχε αρχή ούτε τέλος, που ο πρώτος γινότανε ΚΑΙ τελευταίος και ο τελευταίος πρώτος κι ο νέος ήτανε πλάι στο γέροντα κι ο πλούσιος βαστούσε απ’ το μαντίλι το φτωχό που χόρευε μπροστά κι οι άντρες μαζί με τις γυναίκες.

Κι άκουγαν τα “όπα” και τα χτυπήματα απ’ τα πόδια του χορού στις πλάκες του αλωνιού και τα στριφογυρίσματα του κλαρίνου οι ψυχούλες απέναντι στο κοιμητήρι του Αγιο-Νικόλα και ξυπνάγανε και σκούνταγε η μία την άλλη και λέγανε “πάμε κι εμείς στο πανηγύρι στον Όχτο” και πηγαίνανε, αλαφροπατώντας με το αεράκι του βουνού, και πιάνονταν στο χορό με τους ζωντανούς και χόρευαν μαζί τους και ξεθύμαιναν, αφού πια από ουρανό είχανε χορτάσει και θέλανε να γίνουνε (έστω και για μια νύχτα) από αθάνατοι θνητοί, χωματένιοι, και να φουρλίζονται στις στροφές του τσάμικου και να χτυπάνε δυνατά το πόδι στις πέτρες μαζί με τους ζωντανούς και να τραγουδάνε: “Τούτη η γης που την πατούμε – ούλοι μέσα θε να μπούμε…” ε, και τι έγινε, λοιπόν!

Κι όταν απόσταινε το πανηγύρι κι ο χορός και οι καρδιές μεθυσμένες από γιορτάσι δεν μπορούσανε άλλο, πια, να πιουν, σχόλαγε ο χορός στον “Όχτο” του Κουρουνιού και τραβούσαν οι ζωντανοί για τα μαγαζιά να φάνε και να πιουνε και να συνεχίσουνε εκεί το χορό και το τραγούδι με τα όργανα, που στο μεταξύ άλλαζαν στέκι, ενώ οι ψυχούλες τραβούσαν για τα “κρεβάτια” τους στον Αγιο-Νικόλα.

Αργά τη νύχτα (μερικοί τα ξημερώματα), γύρναγαν στα σπίτια τους. Το πρωί τους καρτερούσε το κοπάδι, το χωράφι, ο κήπος, τα ξύλα και το κλαρί στο λόγκο, το πλύσιμο στη βρύση του χωριού, οι βαρέλες για το νερό… ο κόπος και ο μόχτος της κάθε μέρας, ο αγώνας ο σκληρός της ζωής. Θα κουβαλάγανε όλη τη χρονιά το “πανηγύρι τους” στην καρδιά τους, μέχρι το άλλο το καλοκαίρι, μέχρι το άλλο πανηγύρι! Πήρανε δύναμη περίσσια κι απαντοχή από το “πανηγύρι” κι από την Παναγιά τους. Γίνανε “Ψυχές Αδάμαστες”! Για τούτο, ό,τι κι αν βρούνε μπροστά τους τώρα, δε θα λυγίσουνε παρά “θα τεντώνουνται σαν το δοξάρι που σφεντονίζει τη σαΐτα”, πολεμώντας ορθομέτωπα, κατά πάνω στα εμπόδια που τους βάζει η ζωή.