Το 3ο μνημόνιο, ο Τσίπρας και το Μπρέστ-Λιτόφσκ

Merkel - Tsipras

του εκπαιδευτικού Ηλία Βαβαρούτσου


Τον Δεκέμβριο του 1917 η οκτωβριανή επανάσταση είχε ήδη δυο μήνες ζωής. Σε πείσμα όλων εκείνων που ισχυρίζονταν ότι η νέα εξουσία θα ήταν βραχύβια [“η πιο διαδεδομένη γνώμη ήταν ότι οι μπολσεβίκοι, μια παρέα δογματικών που ήρθαν στην εξουσία λόγω των τυχαίων συνθηκών που προκλήθηκαν από κάποιες ταραχές, θα έχουν εξαφανιστεί μέσα σε τρείς ως έξι εβδομάδες”(255)] είχε αρχίσει σιγά- σιγά να εδραιώνεται μέσα σ΄ έναν κυκεώνα προβλημάτων: οι Γερμανοί δεν έχουν σταματήσει να επιχειρούν στο ανατολικό μέτωπο, ο στρατός βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης, τα οικονομικά προβλήματα είναι οξύτατα, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις, παρά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Κορνίλωφ, ακονίζουν τα μαχαίρια για τον επικείμενο εμφύλιο πόλεμο. Στα προβλήματα αυτά προστίθεται ακόμη ένα: η αποχώρηση από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο πρέπει να συνοδευτεί από μια συνθήκη ειρήνης με τις κεντρικές δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία, Οθωμανική αυτοκρατορία). Η Γερμανία κυρίως πιέζει για μια συνθήκη που θα της αποφέρει τα μεγαλύτερα εδαφικά οφέλη και που θα υπογραφεί το γρηγορότερο δυνατόν, για να μεταφέρει δυνάμεις στο δυτικό μέτωπο όπου η Αντάντ ενισχύεται λόγω της εισόδου στον πόλεμο των ΗΠΑ. Μέσα σ΄όλα αυτά, το ενδιαφέρον στρέφεται στη στάση που θα κρατήσουν οι μπολσεβίκοι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων: θα επιδιώξουν να κερδίσουν χρόνο για να πυροδοτηθεί η σοσιαλιστική επανάσταση και σε άλλες χώρες; θα συνεχίσουν τον πόλεμο μέχρι το τέλος, αρνούμενοι να παραχωρήσουν την Ουκρανία, την Πολωνία, τη Φινλανδία και τις Βαλτικές χώρες στη Γερμανία, με κίνδυνο να ενταφιαστούν τα ιδανικά της επανάστασης; ή θα υπογράψουν μια ταπεινωτική συνθήκη υποχωρώντας έτσι στις απαιτήσεις των Γερμανών αλλά εξασφαλίζοντας από την άλλη την επιβίωση του λαού και του χειραφετητικού οράματος;

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τη ρεαλιστική στάση που επέδειξε ο Λένιν, γνωστή ως θεωρία της ανάπαυλας, άποψη που έστω και οριακά έγινε πλειοψηφική στην ΚΕ με αποτέλεσμα να υπογράψει τελικά η Ρωσία τον Μάρτιο του 1918 την συνθήκη του Μπρέστ – Λιτόφσκ. Ο Λένιν λοιπόν αρνούμενος να αποδεχθεί την άποψη των ρομαντικών επαναστατών [“έλεγαν ότι είναι καλύτερα να χαθούμε για την υπόθεση του σοσιαλισμού παρά να σκύψουμε το κεφάλι μπροστά στο Γουλιέλμο Β΄”(247)] εκτιμούσε ότι η παγκόσμια επανάσταση αργεί να ξεσπάσει [“είναι αδύνατο να προβλέψουμε πόσο χρόνο θα χρειαστεί η ευρωπαϊκή επανάσταση” (244)] και έκρινε ως πιο σημαντική υπόθεση την οικοδόμηση του σοσιαλισμού [“η επανάσταση χρειάζεται χρόνο. Πρέπει να γίνει ανακωχή που θα διαρκέσει τουλάχιστον αρκετούς μήνες για να ηττηθεί η αστική τάξη και να ξεκινήσουμε το έργο της οργάνωσης” (244)] ακόμα κι αν χρειαστεί να χαθούν εδάφη [“κάναμε ό,τι μπορούσαμε για τη Πολωνία, τη Λιθουανία και την Κουρλανδία: τα συμφέροντα του σοσιαλισμού έχουν προτεραιότητα έναντι των συμφερόντων των εθνοτήτων” (246)] και [“αν τους παραχωρήσουμε τη Φινλανδία, τη Λετονία και την Εσθονία – η επανάσταση δεν χάνεται” (262)] είναι μάλιστα αποφασισμένος να κάνει μεγάλες υποχωρήσεις για να διασωθεί η επανάσταση. Ο διάλογος είναι αποκαλυπτικός: “Κι αν συνεχίσουν την προέλαση οι Γερμανοί;” (τον ρώτησε ο Τρότσκι) “Αν επιτεθούν στη Μόσχα;”

“Τότε θα υποχωρήσουμε στα ανατολικά, στα Ουράλια. Η λεκάνη του Κουζνέτσκ είναι πλούσια σε κάρβουνο. Θα ιδρύσουμε τη Δημοκρατία των Ουραλίων και του Κουζνέτσκ και με τη βοήθεια του προλεταριάτου των Ουραλίων και εκείνων των εργατών της Πετρούπολης και της Μόσχας που θα καταφέρουν να έρθουν μαζί μας. Θα αντέξουμε. Αν είναι απαραίτητο θα μετακινηθούμε ακόμα παραπέρα, ακόμα και πέρα από τα Ουράλια. Θα φτάσουμε μέχρι και την Καμτσάτκα, αλλά θα αντέξουμε. Η διεθνής κατάσταση θα έχει πολλές αλλαγές και από τη Δημοκρατία μας των Ουραλίων και του Κουζνέτσκ θα επιστρέψουμε στη Μόσχα και την Πετρούπολη. Αλλά αν μπλεχτούμε ανώφελα σε έναν επαναστατικό πόλεμο και αφήσουμε να χαθεί το άνθος της εργατικής τάξης και του κόμματος, είναι φανερό ότι δεν θα επιστρέψουμε ποτέ, πουθενά… (268-269)”.

Έναν αιώνα και κάτι μετά το Μπρέστ – Λιτόφσκ δεν νομίζω να έχει βρεθεί κάποιος που να κατηγόρησε τον Λένιν για προδοσία. Ίσα – ίσα που του αναγνωρίζουν τη ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης κόντρα στην επαναστατική λογοκοπία και την απόρριψη κάθε είδους επαναστατικού ρομαντισμού προκειμένου να διασωθεί η εξουσία των μπολσεβίκων και το σοσιαλιστικό όραμα. Κι όλα αυτά γιατί όλοι μας γνωρίζουμε ότι η αριστερά και μάλιστα σε θέση κυβερνητικής ευθύνης, δρα σε συνθήκες που δεν έχει διαμορφώσει η ίδια και είναι συντριπτικά σε βάρος της, όπως θα έλεγε κι ο Μαρξ.

Όταν ο Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015 υπέγραψε το 3ο μνημόνιο δεν πρόδωσε τις αξίες της αριστεράς. Γνώριζε πολύ καλά ότι δρα σ΄ένα περιβάλλον ναρκοθετημένο (ας θυμηθούμε τη θεωρία της αριστερής παρένθεσης), ότι οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις που ευθύνονταν για την χρεοκοπία της χώρας επεδίωκαν την παλινόρθωσή τους, ότι οι διεθνείς συσχετισμοί ήταν συντριπτικά σε βάρος του (δεν υπήρχε χώρα να μας υποστηρίξει εκτός ευρώ, υπήρχε μόνο το σενάριο Σόιμπλε που πασπαλισμένο με 5 δισ ανθρωπιστικής βοήθειας οδηγούσε στην απόλυτη καταστροφή), ότι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης δεν υπήρχαν (αλήθεια, μήπως θυμάται κανείς την αναπτυξιακή τράπεζα των BRICS που ακόμα την περιμένουμε;). Ο δρόμος λοιπόν που απέμενε ήταν ένας: υπογραφή της συμφωνίας για να σωθεί η χώρα από τις οικονομικές περιπέτειες, να επιβιώσει ο αγώνας για την καταπολέμηση της λιτότητας και των ανισοτήτων και να γίνουν οι αλλαγές που είχε ανάγκη η ελληνική κοινωνία. Έτσι λοιπόν: η χώρα βγήκε απ΄ το μνημόνιο με απόθεμα 37 δισ, το χρέος έχει διευθετηθεί για μια δεκαετία, πράγμα που επιτρέπει στην όποια κυβέρνηση να ανασχεδιάσει την ελληνική οικονομία ώστε να μην εξαρτάται από τον τουρισμό, θεσπίστηκε το ΚΕΑ, καθιερώθηκε η διανομή κοινωνικού μερίσματος, αυξήθηκε ο βασικός μισθός, επανήλθε -με περιορισμούς- η 13η σύνταξη, νομοθετήθηκε το μεταφορικό ισοδύναμο. Και για να μην περιοριζόμαστε στα οικονομικά ζητήματα να σημειώσουμε επίσης: την επίλυση του μακεδονικού, την απλή αναλογική, την διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, το σύμφωνο συμβίωσης και την ταυτότητα φύλου, την ίδρυση των ΤΟΜΥ, την κάλυψη των ανασφάλιστων, τις αρχές της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης στα εργασιακά, τα προσφυγόπουλα που πήγαν σχολείο.

Γράφει ο Θουκυδίδης στο Γ΄42 της Ιστορίας του: “οι δύο χειρότερες προϋποθέσεις για να πάρει κανείς μια σωστή απόφαση: η βιασύνη και η οργή. Η πρώτη συνυπάρχει συνήθως με την ανοησία, η δεύτερη με την αμάθεια και τη στενοκεφαλιά”. Δίχως λοιπόν βιασύνη και οργή, τον Ιούλιο του 2015 πάρθηκε η σωστή απόφαση. Και για να κλείσω λίγο χιουμοριστικά: αν υπάρχουν ακόμα κάποιοι που λένε ότι ο Τσίπρας κακώς υποχώρησε το 2015, ας ρίξουν μια ματιά στον χάρτη να βρουν κατά πού πέφτουν τα Ουράλια και η χερσόνησος Καμτσάτκα και τα ξαναλέμε.

(για τις ανάγκες του κειμένου άντλησα αποσπάσματα από το βιβλίο του Victor Serge, “Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης”, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2017. Οι αριθμοί παραπέμπουν σε σελίδες του βιβλίου. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου).